-
1 λόχμη
λόχμη, ἡ (λόχος), Wildlager, Dickicht, Gebüsch, das dem Wilde zum Lager dient, ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς, Od. 19, 439. 445; λόχμας ὑπὸ κυανέας Pind. Ol. 6, 40, vgl. P. 4, 244, der Wald, wie Ol. 11, 31; ἔχω μασχάλας λόχμης δασυτέρας Ar. Eccl. 61, vgl. Lys. 800; u. in späterer Prosa, Ael. H. A. 13, 14, Luc. Philopatr. 10; Plut.
-
2 κατά-κειμαι
κατά-κειμαι (s. κεῖμαι), daliegen, darniederliegen; μῆλα τὰ δὴ κατέκειτ' ἐσφαγμένα Od. 10, 532; δοιοὶ γάρ τε πίϑοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει Il. 24, 527; vgl. Hes. O. 366; ϑάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ κατακείμενος Il. 17, 676, mit der Nebenbdtg »darunter verborgen liegen«, wie ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς Od. 19, 439; Ar. ἐφ' ἁρμαμαξῶν, Ach. 70 Lys. 773. – Bes. krank darniederliegen, κατεκέατο ὀφϑαλμιῶντες Her. 7, 229, wie Luc. Icarom. 31; – zu Tische liegen, Plat. Conv. 177 d; ἐπὶ κλινῶν Rep. II, 372 d, öfter; ἐγὼ μέν μοι δοκῶ κατακεῖσϑαι, mich niederzulegen, Phaedr. 230 e; müßig daliegen, Xen. An. 3, 1, 14; – τὸ κατακείμενον, das niederwärts Liegende, nach der Seeküste zu Gelegene. – Uebertr., εἰ δ' ἀρετᾷ (v. l. ἀρετά) κατάκειται πᾶσαν ὀργάν Pind. I. 1, 41, was erkl. wird »wenn er sich mit allem Fleiß auf die Tugend legt«.
См. также в других словарях:
λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… … Dictionary of Greek